γατόπαρδος

γατόπαρδος
Την ονομασία αυτή έχουν δύο είδη αιλουροειδών, ένα αφρικανικό και ένα αμερικανικό, που είναι γνωστό και ως αιλουροτίγρης. Ο αμερικανικός γ. έχει μήκος περίπου 1,40 μ. μαζί με την ουρά. Το σώμα του είναι δυνατό και ευκίνητο, τα πόδια του είναι οπλισμένα με νύχια ανασταλτά και το κεφάλι σχετικά μακρόστενο. Όπως σε όλα τα αιλουροειδή, η οδοντοφυΐα αποτελείται από δώδεκα κοπτήρες, τέσσερις πολύ ανεπτυγμένους και αγκιστροειδείς κυνόδοντες, έξι προγόμφιους στην άνω γνάθο, τέσσερις στην κάτω και τέσσερις γομφίους. Τα αρπακτικά δόντια είναι εξαιρετικά ισχυρά και κοφτερά. Η κοντή μαλακή γούνα του, που εκτιμάται ιδιαίτερα, είναι γκρίζα-καστανή στο κεφάλι και στη ράχη, λευκή-κιτρινωπή στην κοιλιά, με κηλίδες σκούρες σε επιμήκεις γραμμές. Ο γ. ζει στα δάση, από τις νότιες περιοχές της Βόρειας Αμερικής μέχρι την Ουρουγουάη και το Περού. Έχει συνήθειες νυχτοβίου, δεν επιτίθεται στον άνθρωπο, αλλά μερικές φορές εισβάλλει στα χωριά και αρπάζει μικρά κατοικίδια ζώα.
* * *
ο
ονομασία τού σαρκοφάγου Θηλαστικού Κυναίλουρος ο χαιτοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα + πάρδος «πάρδαλη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • Acinonyx jubatus — Para otros usos de guepardo, véase Guepardo (desambiguación).   Guepardo …   Wikipedia Español

  • γκεπάρ — και κεπάρ, το ο γατόπαρδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guepard, κατ απόδοση τού ιταλ. gatto pardo < gatto «γάτα» + pardo «λεοπάρδαλη»] …   Dictionary of Greek

  • κατσίπαρδον — κατσίπαρδον, τὸ (Μ) γατόπαρδος* …   Dictionary of Greek

  • κατσουλόπαρδος — ο ο γατόπαρδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσούλα με σημασία «γάτα» + πάρδος] …   Dictionary of Greek

  • κατόπαρδος — ο (Μ κατόπαρδος) ο γατόπαρδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτος + πάρδος (γένος αιλουροειδών)] …   Dictionary of Greek

  • αιλουροειδή — Υπόταξη των σαρκοφάγων (ομοταξία των θηλαστικών) στην οποία ανήκουν πολυάριθμα είδη, όπως ο αίλουρος, η γάτα, η τίγρη, το λιοντάρι, η λεοπάρδαλη, ο ιαγουάρος, ο λυγξ, το πούμα και ο γατόπαρδος. Τα α. έχουν στρογγυλωπό κεφάλι με ρύγχος κοντό και… …   Dictionary of Greek

  • αιλουροτίγρης — Βλ. λ. γατόπαρδος …   Dictionary of Greek

  • γάτος ή σκύλος — Ψάρι γνωστό με την επιστημονική ονομασία σκυλόρρινος το κυνάριο. Ανήκει στην οικογένεια των σκυλιορρινιδών. Είναι αδηφάγο σκυλόψαρο, με μέσο μήκος 80 εκ., πολύ διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου και του Ατλαντικού. Το σώμα του είναι… …   Dictionary of Greek

  • διαειδικός ανταγωνισμός — Ο ανταγωνισμός μεταξύ οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Ονομάζεται έτσι για να διακρίνεται από τον ενδοειδικό ανταγωνισμό, ο οποίος αναφέρεται σε άτομα του ίδιου είδους. Γενικά ως ανταγωνισμός μπορεί να οριστεί η χρήση ενός πόρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”